- φλεβοπαλια
- φλεβοπαλίαφλεβο-παλίαἥ [πάλλω] биение пульса, пульс Democr.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φλεβοπαλία — φλεβοπαλίᾱ , φλεβοπαλία beating of the pulse fem nom/voc/acc dual φλεβοπαλίᾱ , φλεβοπαλία beating of the pulse fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεβοπαλία — ἡ, Α ο σφυγμός φλέβας. [ΕΤΥΜΟΛ. < φλέψ, φλεβός + παλία (< παλος / παλής < πάλλω)] … Dictionary of Greek
φλεβοπαλίαν — φλεβοπαλίᾱν , φλεβοπαλία beating of the pulse fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλεβοπαλίην — φλεβοπαλία beating of the pulse fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φλέβα — η / φλέψ, εβός, ΝΜΑ, και φλέγα Ν 1. ανατ. (στην αρχ. από τον Ιπποκρ. και μετά) αιμοφόρο αγγείο το οποίο μεταφέρει φτωχό σε οξυγόνο αίμα από όλα τα μέρη τού σώματος στον δεξιό κόλπο τής καρδιάς 2. κοίτασμα ορυκτού 3. υπόγειο ρείθρο νερού («αἱ… … Dictionary of Greek